Η τυχαία συνάντηση με τον συμπατριώτη που είχα ξαναδεί μόνο μια φορά πριν από μήνες δεν έδειχνε από την αρχή ότι θα μπορούσε να γίνει τόσο συντριπτική, όσο κατέληξε να είναι: ανταλλάξαμε μια καλημέρα, με ρώτησε αν θα πάω στην Ελλάδα, του απάντησα αρνητικά, μου ανέφερε ότι και εκείνος θα έμενε αναγκαστικά στην Γερμανία, για να τελειώσει την διπλωματική του, και ενώ ήμουν έτοιμος να αποχωρήσω, θέλει να μάθει πως θα περάσω τον Δεκαπενταύγουστο. Τετάρτη ήταν, εγώ θα δούλευα, έπρεπε και να γράψω, του είπα συνοπτικά ότι δεν σχεδιάζω τίποτα ιδιαίτερο. Βλέμμα και ήχοι αποδοκιμασίας, συνοδευόμενοι από τις αντίστοιχες χειρονομίες: «ούουου, καλάαα!» Σήκωσα τους ώμους, μάλλον απολογητικά, παρόλο που δεν καταλάβαινα ακριβώς, γιατί είμαι τόσο απελπιστική περίπτωση ανθρώπου. Δεν θα πέθαινα όμως κιόλας, μπορούσα να το προσπεράσω. Ο συμπατριώτης που μόρφαζε, χειρονομούσε και μούγκριζε αποδοκιμαστικά είχε ωστόσο άλλη γνώμη: «Καλά δεν θα πας στην εκκλησία;»
Effekt: ach so! που λένε οι Γερμανοί, καταλάβαινα επιτέλους το ατόπημα που είχε προκαλέσει τόση αγανάκτηση στον συνομιλητή μου. Παραμένω δειλά απολογητικός, καθώς δεν θέλω να ακούσω πληροφορίες που ήδη γνωρίζω ή δεν με ενδιαφέρουν (σε ποια εκκλησία γίνεται η ελληνορθόδοξη λειτουργία, τι ώρα αρχίζει, πού ακριβώς είναι η εκκλησία) και καθώς θέλω να αποφύγω μια εκτενέστερη συζήτηση: «Εεε, δεν θα πάω. Ξέρεις, πρέπει και να δουλέψω.»
Νέο κύμα αποδοκιμαστικών μορφασμών – ήχων – χειρονομιών. Άρχισα και εγώ να συντονίζομαι με το ύφος του, δηλαδή να «τα παίρνω», να «φορτώνω», να «μου την δίνει»: «Ξέρεις, και να μην δούλευα, δεν θα πήγαινα. Δεν πιστεύω.»
– Έλα τώρα, Έλληνας δεν είσαι; Άρα πιστεύεις.
Μπροστά μου κάθεται ο αξιωματικός υπηρεσίας του Τ.Α. Χαλανδρίου, εγώ δεκαεξάχρονος που έχει πάει να βγάλει ταυτότητα και τολμά να δηλώσει, όταν φτάνει η ώρα καταγραφής τους θρησκεύματος: «παύλα, ή αν πρέπει οπωσδήποτε να γράψετε κάτι, τότε άθεος».
– Έλα τώρα, άσε τις κουταμάρες.
– Μα δεν πιστεύω.
– Τι δεν πιστεύεις; Δεν σε έχουν βαφτίσει;
Ο παρών για τις ανάγκες της ταυτοπροσωπίας μπαμπάς γέρνει σαφώς προς την πλευρά του νόμου, της τάξης και της ορθοδοξίας και η μέθοδος αντιμετώπισης απρόβλεπτων καταστάσεων του αξιωματικού υπηρεσίας είναι ανυπέρβλητη. Αυτός είχε το στιλό, αυτός και την ταυτότητα, αυτός θα υπέγραφε, ό,τι ήθελε έγραφε. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση ήθελε πάσῃ θυσίᾳ να γράψει: «Χ.Ο.». Ήμουν απλώς πολύ δειλός.
Και τώρα είναι η ώρα να πάρω το αίμα μου πίσω – έτσι πίστευα. Έστω στο πρόσωπο του εικοσιπεντάχρονου συνομιλητή μου, έστω με δεκαπέντε χρόνια καθυστέρηση. Είχα εξάλλου το πάνω χέρι πια – έτσι πίστευα.
Εξηγώ λοιπόν στον συνομιλητή μου τι ακριβώς δεν πιστεύω: δεν χρειάζομαι ανώτερες δυνάμεις για να ζήσω με αξιοπρεπή τρόπο την ζωή μου, αντιθέτως θεωρώ αναξιοπρεπή μια ζωή που στηρίζει την ηθική της σε τέτοιες δυνάμεις, δεν πιστεύω πως ό,τι δεν κατανοώ πρέπει να το εξηγώ με μεταφυσικές ερμηνείες. Ο συνομιλητής μου μάλλον μαγκωμένος, γιατί πρέπει να είχα πάρει ξαφνικά πολύ φόρα· προφανώς δεν την περίμενε την έκρηξη. Το μόνο που έλεγε κάθε τόσο: «Κι εσύ πιστεύεις, κι ας μην το ξέρεις.» Με διαόλιζε λοιπόν ακόμα περισσότερο: «Και τέλος πάντων δεν πιστεύω ότι υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο. Θα πεθάνω ήσυχα-ήσυχα, θα λιώσω, θα γίνω τροφή για τα σκουληκάκια και τέρμα.»
Θεωρώ ότι έχω ξεπεράσει τα όρια. Πάντοτε ήμουν επιφυλακτικός να εκφράζω ξεκάθαρα την ωστόσο ξεκάθαρη γνώμη μου για το τόσο λεπτό ζήτημα, με την λογική ότι το να κλονίζεις τις ελπίδες κάποιων, έστω κι αν αυτές οι ελπίδες σου φαίνονται ανόητες, είναι βαρύ. Σε κάθε περίπτωση δεν έβλεπα πως θα μπορούσε να συνεχιστεί η συζήτηση μετά από μια τόσο ριζική τοποθέτηση.
Ωστόσο ἄγνωσται αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου, νήπιος εγώ με τις εικασίες μου, χέλια άπιαστα οι πιστοί του Θεού.
«Ααα καλά, αυτό είναι; Σιγά. Ε ούτε κι εγώ πιστεύω σε κάτι τέτοια.»
Κάγκελο έμεινα. Ο αγανακτισμένος οπαδός της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, που με εγκαλεί λάβρος λέγοντάς μου ούτε πολύ ούτε λίγο ότι δεν ξέρω τι μου γίνεται, θεωρεί την μετά θάνατον ζωή «κάτι τέτοια», στα οποία μάλιστα δεν πιστεύει ούτε και αυτός.
Έφυγα. Απορώντας. Ηττημένος ξανά. Γαμώτο.