Παρασκευή απόγευμα, σμάρι κοράκια να πετάν ψηλά πάνω από την σχεδόν έρημη unter den Linden, καθώς η μικρή πορεία Αιγύπτιων, Τυνήσιων και Γερμανών κατευθύνεται προς την πύλη του Βραδεμβούργου και την αμερικάνικη πρεσβεία.
Παρασκευή απόγευμα, αργά, διαδηλώνει στη λεωφόρο του Βερολίνου ένα μικρό πλήθος που όλη του η καρδιά μοιάζει να βρίσκεται στις μικρές και μεγάλες πλατείες Τεχρίρ στην Αίγυπτο και την Τυνησία.
Με συνθήματα τραγουδιστά, στα γερμανικά και τα αιγυπτιακά, — Μουμπάρακ άντε στα τσακίδια, Σολειμάν άντε στα τσακίδια, θέλουμε ελευθερία, θέλουμε να ζούμε με αξιοπρέπεια, θέλουμε ειρήνη, Μουμπάρακ άσε τις αδελφές μας, τους αδελφούς μας, τα παιδιά μας ελεύθερα — το μικρό πλήθος απευθύνεται στους λίγους περαστικούς (και αναγκαστικά στις αστυνομικές δυνάμεις που το συνοδεύουν), απευθύνεται όμως και στον εαυτό του. Κυρίως όταν η εκφωνήτρια των συνθημάτων — μια μάλλον λεπτή κοπέλα με τζίν, άσπρα σταράκια και μπέζ μαντίλα — όταν δεν την ικανοποιεί το πάθος και ο τόνος, με τον οποίο η πορεία φωνάζει το σύνθημα, το επαναλαμβάνει αλλάζοντας την έμφαση. Εκείνο ειδικά το σύνθημα με τη λευτεριά τρεις φορές τους έβαζε κάθε φορά να το λένε: Wir wollen Freiheit — Wir wollen Freiheit — Wir wollen Freiheit. Είχες την αίσθηση ότι την απωθούσε βαθιά κάθε ίχνος μηχανικής επανάληψης.
Τυπικά επρόκειτο για μια πορεία συμπαράστασης στον αγώνα του αιγυπτιακού λαού, να συγκροτηθεί με μια πολιτική πράξη ως αναγνωρίσιμο ιστορικό υποκείμενο και να αποφασίσει ο ίδιος για την τύχη του. Και με δεδομένη την στάση της Δύσης απέναντι στην επανάσταση του αιγυπτιακού και τυνησιακού λαού μια πορεία αλληλεγγύης και συμπαράστασης είχε σίγουρα προφανή πολιτικό στόχο και νόημα ύπαρξης.
Εσύ όμως είχες την αίσθηση πως στην πραγματικότητα ήταν η άγρια νοσταλγία του μικρού πλήθους, που ένιωθε να βρίσκεται τη λάθος ώρα σε ξένο τόπο. Των ανθρώπων πού ήξεραν πολύ καλά πού έπρεπε να είναι, που ήξεραν πως, αν ήταν εκεί, μπορεί να ήταν κιόλας νεκροί,* που ήξεραν πως τίποτα άλλο δεν θα ήθελαν περισσότερο εκείνη την ώρα από το να είναι εκεί και μόνο. Έτσι σου φαινόταν εσένα. Δικό σου πρόβλημα.
Δικό σου πρόβλημα, που, αν είναι, θα το σκέφτείς αργότερα. Γιατί τώρα πρέπει να λύσεις, και μάλιστα αμέσως, ένα άλλο· τώρα που το μικρό πλήθος περνά μπροστά σου, ενώ έχεις μόλις βγει από το neues museum (κι έχεις χορτάσει αρχαία αιγυπτιακή τέχνη και θρησκεία). Θέλεις να τους ακολουθήσεις — δεν χωρεί ζήτημα — αλλά ως τι θα τους ακολουθήσεις και πώς; Τουρίστας στο Βερολίνο για ένα σαββατοκύριακο, ούτε Τυνήσιος, ούτε Αιγύπτιος, ούτε Γερμανός, ούτε τίποτα, ένας έλληνας, που δεν ξέρει γρυ αραβικά, που δεν ξέρει κανέναν στο Βερολίνο, ένας περαστικός. Πώς ακολουθεί ένας περαστικός μια ξένη πορεία;
Καταρχήν παρακολουθώντας την. Διακριτικά, στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε άλλους περαστικούς που κοντοστέκονται και τις δυνάμεις της τάξης και ασφάλειας που βιντεοσκοπούν. Ανακατεύομαι βέβαια και λίγο με την πορεία, όταν για παράδειγμα ο δρόμος στενεύει δίπλα σε κάποιο εργοτάξιο — αλλά, γενικώς, η θέση μου είναι διακριτή. Με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν και το στόμα κλειστό παρακολουθώ από κοντά μα απ’ έξω την πορεία συμπαράστασης των Αιγυπτίων στο κέντρο του Βερολίνου, άλλοτε πιο μπροστά, στην κεφαλή με τους Αιγύπτιους και του Τυνήσιους, άλλοτε — πιο συχνά — πίσω, με τους Γερμανούς συμπαραστάτες.
Και, όσο κι αν προσπαθεί το κορίτσι με την ντουντούκα μπροστά για το αντίθετο, δεν αργώ να βρω μια στάση μηχανική και βολική: το παρελθόν μου το αγωνιστικό, η κρίσιμη για την παγκόσμια ιστορία στιγμή της επανάστασης (επιτρέπεται πια να την λέμε έστι;) στην Αίγυπτο, τα τόσα χρόνια πια που ζω στη Γερμανία, η αισθητική απόλαυση που προσφέρει η σκηνή, με κάνουν έναν τέλειο εξωτερικό παρατηρητή, με το αναγκαίο μίγμα γνήσιου ενδιαφέροντος και απόστασης.
Φωνάζει η πορεία — παρατηρώ. Στέκεται η πορεία — στέκομαι κι εγώ. Απέξω.
Και για να λέω την αλήθεια, και τώρα που τα γράφω δεν καταλαβαίνω πώς έγινε και την παράτησα σε μια στιγμή τη βολική μου θέση και μπήκα κι εγώ ξένος κι άσχετος μέσα στην πορεία.
Μα δεν γίνεται να μένεις απέξω, όταν όλοι αγκαλιάζονται και χορεύουν, όταν πια δεν θέλουνε απλώς τη λευτεριά αλλά την έχουν κιόλας και την κρατούν σφιχτά στα χέρια, όταν καταλαβαίνεις (όχι χωρίς μια κάποιαν έκπληξη) ότι κάθε ικανότητά σου να κάνεις πολιτική έχει πια για πάντα αχρηστευτεί, γιατί σε μια τέτοια στιγμή εσύ έχεις απλώς βουρκώσει.
Από τη στιγμή που η είδηση, ότι Μουμπάρακ και Σολεϊμάν αποχώρησαν ενώ ο στρατός ανέλαβε τη διαχέιριση της μετάβασης, βρήκε το μικρό πλήθος της unter den linden τα γερμανικά σχεδόν εξαφανίστηκαν. Συνθήματα και κραυγές, οι ανακοινώσεις, οι θριαμβολογίες όλα στα αραβικά. Πού και πού μόνο το κορίτσι μας μετέφραζε κρίσιμες πληροφορίες.
Στο τέλος της πορείας όμως μάς την έκανε τη χάρη:
Wir sind frei — Wir sind frei — Wir sind frei.
* Η αιγυπτιακή επανάσταση ήταν βέβαια «ειρηνική», αν εξαιρέσουμε τους εκατοντάδες νεκρούς, τους χιλιάδες τραυματίες, τους χιλιάδες συλληφθέντες, τα καμμένα κτίρια. Ο Άρης Χατζηστεφάνου αναλύει το ζήτημα μια χαρά, στο Infowar της 14ης Φεβρουαρίου.